- ζωοφαγικός
- η , ό[ν] , ζωοφάγος, α, ο [ος , ον ] плотоядный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωοφαγικός — ή, ό [ζωοφαγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοφαγία … Dictionary of Greek